χαρά

χαρά
χαρά, ᾶς, ἡ (χαίρω; Trag., Pla.+) ‘joy’.
the experience of gladness
gener. Gal 5:22. Opp. λύπη (X., Hell. 7, 1, 32; Philo, Abr. 151; TestJud 25:4; JosAs 9:1; ApcMos 39) J 16:20f; 2 Cor 2:3; Hb 12:11. Opp. κατήφεια Js 4:9. W. ἀγαλλίασις Lk 1:14; 1 Cl 63:2; MPol 18:2. χαρὰ μεγάλη (Jon 4:6; Jos., Ant. 12, 91; Iren. 1, 2, 6 [Harv. I 22, 10]; s. χαίρω 1) Mt 28:8; Lk 24:52; Ac 15:3. τὸ τῆς χ. μέγεθος AcPl Ha 6, 9; πολλὴ χ. (BGU 1141, 3 [I B.C.] μετὰ πολλῆς χαρᾶς) Ac 8:8; Phlm 7. πᾶσα χ. (Sb 991, 6 μετὰ πάσης χαρᾶς) Ro 15:13; Phil 2:29; Js 1:2.—W. prep. ἀπὸ τῆς χαρᾶς (B-D-F §210, 1; Rob. 580) for joy Lk 24:41; Ac 12:14; ἀπὸ τῆς χαρᾶς αὐτοῦ in his joy Mt 13:44. ἐν χαρᾷ Ro 15:32; IEph ins; MPol 18:2. μετὰ χαρᾶς (X., Hiero 1, 25; Polyb. 21, 34, 12 v.l.; Diod S 16, 79, 4; Plut., Mor. 1095b; Jos., Ant. 8, 124; LXX; PsSol 8:16; Did., Gen. 215, 9) with joy Mt 13:20; 28:8; Mk 4:16; Lk 8:13; 10:17; 24:52 (Jos., Ant. 11, 67 ὥδευον μετὰ χ. [to Jerus.]); Phil 1:4; Col 1:11; Hb 10:34; 13:17; 1 Cl 65:1; Hv 1, 3, 4 (w. ἐπαγγέλλω, so Joly, cp. 1 Cl 34:7 ‘great and glorious promises’).—W. subjective gen. J 15:11b (cp. 11a ἡ χ. ἡ ἐμή); 16:22 (Lycon [III B.C.] Fgm. 20 Wehrli ’52: τὴν ἀληθινὴν χαρὰν τῆς ψυχῆς τέλος ἔλεγεν εἶναι=he designated the true joy of the soul as the goal); 2 Cor 1:24; 7:13; 8:2. W. gen. to denote the origin of the joy χ. τῆς πίστεως joy that comes from faith Phil 1:25. χ. πνεύματος ἁγίου 1 Th 1:6; also χ. ἐν πνεύματι ἁγίῳ Ro 14:17.—Used w. verbs: χαρῆναι χαρὰν μεγάλην be filled with intense joy Mt 2:10. Cp. 1 Th 3:9 (χαίρω 1); χαρᾷ χαίρειν (χαίρω 1) J 3:29a (foll. by διά τι at someth.). ἀγαλλιᾶσθαι χαρᾷ 1 Pt 1:8 (Pol. 1:3). ἔχειν χαράν have joy, feel pleased 2 Cor 1:15 v.l.; Phlm 7; 3J 4; difft. Hs 1:10 (have joy accompanying it). χαρὰν λαμβάνειν experience joy Hv 3, 13, 2 (Just.. D. 100, 5); GJs 12:2; 20:4 (codd.). χαρὰν ποιεῖν τινι give someone joy Ac 15:3. χαράν τινι παρέχειν 1 Cl 63:2. πληροῦν τινα χαρᾶς fill someone with joy (Jos., Bell. 3, 28) Ro 15:13; pass. πληροῦσθαι χαρᾶς (Diod S 3, 17, 3 τέκνα … πεπληρωμένα χαρᾶς; Περὶ ὕψους 7, 2 ψυχὴ πληροῦται χαρᾶς; EpArist 261; Philo, Mos. 1, 177; Jos., Ant 15, 421; Just., A I, 49, 5) Ac 13:52; 2 Ti 1:4; Dg 10:3. Also χαρᾶς ἐμπί(μ)πλασθαι (cp. Philo, Det. Pot. Ins. 123; Jos., Ant. 3, 99) MPol 12:1; χαρᾶς πλησθείς AcPl Ha 2, 15; perh. 8, 6f. χαρᾷ ὑπερπερισσεύεσθαι 2 Cor 7:4. πᾶσαν χαρὰν ἡγεῖσθαι Js 1:2 (ἡγέομαι 2). ἔσται χαρά σοι Lk 1:14; ἔσται σοι χ. GJs 20:3 (codd.); without the dat. there will be joy Lk 15:7 (χ. ἐπί w. dat. as Jos., Ant. 7, 252); also γίνεται χαρά (Tob 11:18 S) vs. 10, cp. Ac 8:8; AcPl Ha 6, 3. χαρᾶς εἶναι (qualitative gen.) be pleasant Hb 12:11. χαρὰ ὅτι joy that J 16:21.—Ign. provides χαρά w. adjectives to set it off: ἄμωμος IEph ins; IMg 7:1; αἰώνιος κ. παράμονος IPhld ins.—The Johannine lit. places emphasis on joy as brought to the highest degree (πληρόω 3) ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται J 3:29b; cp. 15:11b; 16:24; 17:13; 1J 1:4; 2J 12. Cp. also the act. πληρώσατέ μου τὴν χαράν Phil 2:2.—As v.l. for χάρις 2 Cor 1:15.
metonymically, a state of joyfulness (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 52 p. 354, 3 Jac. οἱ ἀκούοντες ἐν χαρᾷ ἦσαν) εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου (GrBar 15:4.—Of God: δωρήσεται ζωὴν αἰώνιον, χ., εἰρήνην Theoph. Ant. 1, 14 [p. 92, 2]) Mt 25:21, 23 (so BWeiss; Jülicher, Gleichn. 475; Zahn, JWeiss, OHoltzmann; but s. 2c). Of Christ ὸ̔ς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινεν σταυρόν Hb 12:2 (πρόκειμαι 2).
a pers. or thing that causes joy, joy, metonymically
of persons as a source of joy, Phil 4:1 (EPeterson, Nuntius 4, ’50, 27f); 1 Th 2:19f.
of an event that calls forth joy. An angelic message εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην Lk 2:10.
of a festive dinner or banquet (s. Dalman, Worte 96; Billerb. I 879; 972) so perh. Mt 25:21, 23 (but would this have been intelligible to Greeks? S. 1b).—EGulin, Die Freude im NT I (Jesus, early church, Paul) ’32; II (John’s gosp.) ’36; Bultmann on J 17:13; PBernadicou, Joy in the Gospel of Lk, diss. Rome, ’70.—B. 1102; TRE XI 584–86; RAC VIII 348–418.—DELG s.v. χαίρω I A 3. M-M. EDNT. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρά — χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc/acc dual χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρᾷ — χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • χαρά — η 1. ευάρεστη συναισθηματική κατάσταση, ενθουσιασμός: Έχει χαρά, γιατί πέτυχε στο πανεπιστήμιο. 2. γάμος: Στη χαρά σου θα σου κάνω ένα καλό δώρο. 3. φρ., «μετά χαράς», πρόθυμα. 4. φρ., «χαρά στο πράμα», κάτι δεν αξίζει τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χάρα, Τακάσι — (1856 – 1921). Ιάπωνας πολιτικός, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αργότερα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία και το 1886 διορίστηκε επιτετραμμένος στο Παρίσι. Το 1892 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μπερκ, Ρόμπερτ O’ Χάρα — (Robert O’Hara Burke, Σεντ Κλέραμ, Ιρλανδία 1820 – Αυστραλία 1861). Ιρλανδός εξερευνητής της Αυστραλίας. Την περίοδο 1860 61 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Αυστραλία, επιχειρώντας να τη διασχίσει από νότο προς βορρά. Αναχώρησε από τη… …   Dictionary of Greek

  • χαρᾶι — χαρᾷ , χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράν — χαρά̱ν , χαρά joy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράς — χαρά̱ς , χαρά joy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραῖς — χαρά joy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραί — χαρά joy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”